- καρμπονάρος
- οστον πληθ. οι καρμπονάροιμέλη μυστικής πολιτικής οργάνωσης στην Ιταλία, τη Γαλλία και την Ισπανία τού 19ου αιώνα, που εμπνεόταν από φιλελεύθερες και πατριωτικές ιδέες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. carbonaro].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καρβονάρος — ο βλ. καρμπονάρος … Dictionary of Greek
Κάλβος, Ανδρέας — (Ζάκυνθος 1792 – Λάουθ, Αγγλία 1869). Ποιητής. Σε παιδική ηλικία πήγε στο Λιβόρνο της Ιταλίας μαζί με τον μικρότερο αδελφό του, εξαιτίας των ασχολιών του εμπόρου πατέρα του. Το 1805 οι γονείς του χώρισαν και τότε η μητέρα έχασε, καθώς φαίνεται,… … Dictionary of Greek
Καρντούτσι, Τζοζουέ — (Giosuè Carducci, Βαλ ντι Καστέλο, Δούκα 1835 – Μπολόνια 1907). Ιταλός ποιητής. Ο πατέρας του, κοινοτικός γιατρός, καρμπονάρος και οπαδός του Ματσίνι, και η μητέρα του ήταν οι πρώτοι του δάσκαλοι. Από το 1849 έως το 1852 ο Κ. σπούδασε στη… … Dictionary of Greek
Μπλανκί, Λουί Ογκίστ — (Luis Auguste Blanqui, Πιζέ Τενιέρ 1805 – Παρίσι 1881). Γάλλος επαναστάτης. Καρμπονάρος, φανατικός επαναστάτης και ακαταπόνητος συνωμότης, συνδέθηκε στενά, μετά την επανάσταση του Ιουλίου 1830, με τον Φιλίπο Μπουοναρότι και τον Ρασπάιγ, για να… … Dictionary of Greek
Πανίτσι Αντόνιο — (Panizzi, Sir Anthony, Μπρεσέλο, Ρέτζο Εμίλια 1797 – Λονδίνο 1879). Ιταλός λόγιος. Σπούδασε νομικά, αλλά πολύ γρήγορα αφοσιώθηκε στην πολιτική ζωή: υπήρξε καρμπονάρος και έλαβε μέρος στα κινήματα του 1820 21. Μετά τη σύλληψή του δραπέτευσε,… … Dictionary of Greek
Ρακέτι, Σωτήριος-Μαρία Γκουέρα — (Rachetti, 1831). Ιταλός πολιτικός πρόσφυγας που είχε καταφύγει στα Επτάνησα. Ο Ρ. ήταν καρμπονάρος, γι’ αυτό και διώχτηκε από τον βασιλιά Φερδινάνδο της Νεάπολης. Στα Επτάνησα ζούσε αρχικά παραδίδοντας ιδιαίτερα μαθήματα νομικών στη Ζάκυνθο,… … Dictionary of Greek
Φαμπρέτι, Αριοντάντε — (Fabréti, Περούτζια 1816 – Moντέου ντα Po, Τορίνο 1894). Ιταλός πατριώτης και ιστορικός. Ήταν καρμπονάρος και το 1849 βουλευτής στη Συντακτική κυβέρνηση της Ρώμης, της οποίας έγινε γραμματέας. Εξορίστηκε στην Τοσκάνη και στο Πεδεμόντιο και από το … Dictionary of Greek